- καλοτυχίζω
- καλοτύχισα, καλοτυχισμένος, θεωρώ κάποιον καλότυχο: Μην καλοτυχίζεις κανέναν, προτού να δεις το τέλος του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοτυχίζω — καλοτυχίζω, καλοτύχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλοτυχίζω — (Μ καλοτυχίζω) [καλότυχος] 1. θεωρώ ή αποκαλώ κάποιον καλότυχο, ευτυχισμένο, μακαρίζω κάποιον 2. (για θεό) χαρίζω σε θνητό καλοτυχία, εφοδιάζω κάποιον με καλό ριζικό («δώσ μου δύναμη, θεά, και καλοτύχισέ με», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
Ολβίζω — ὀλβίζω (Α) [όλβος] 1. καθιστώ κάποιον όλβιο*, μακάριο, ευτυχισμένο («ἕv ἦμαρ μ ὤλβισ , ἕν δ ἀπώλεσεν», Ευρ.) 2. θεωρώ κάποιον ευδαίμονα, μακαρίζω, καλοτυχίζω κάποιον («ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα ἐν εὐεστοῑ φίλη», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
επιχαίρω — (AM ἐπιχαίρω) χαίρομαι για κάτι, ιδίως για τις συμφορές τών άλλων («ζῶντι μὲν ἐκείνῳ φθονεῑν, ἐπιχαίρειν δὲ τεθνηκότι», Πλούτ.) μσν. καλοτυχίζω κάποιον αρχ. μσν. (με καλή σημασία) χαίρομαι για κάποιον (α. «σὲ μὲν εὖ πράσσοντ’ ἐπιχαίρω», Σοφ. β.… … Dictionary of Greek
επολβίζω — ἐπολβίζω (AM) μακαρίζω, καλοτυχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ολβίζω «κρίνω ευτυχή» (< όλβος «ευτυχία, αφθονία, πλουτος»)] … Dictionary of Greek
ευτυχίζω — [ευτυχής] λέγω κάποιον ευτυχισμένο, μακαρίζω, καλοτυχίζω … Dictionary of Greek
ζηλεύω — και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II] μιμούμαι με ζήλο, με προθυμία νεοελλ. 1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, η, ο ζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα,… … Dictionary of Greek
ζηλώ — (AM ζηλῶ, όω, Α και δωρ. τ. ζαλῶ, έω) [ζήλος Ι] 1. με ζήλο και πόθο προσπαθώ να αποκτήσω κάτι 2. μιμούμαι με ζήλο και ζέση 3. φθονώ τα αγαθά τού άλλου, ζηλοφθονώ μσν. αρχ. 1. μακαρίζω, καλοτυχίζω («ζηλῶ σε τοῡ νοῡ», Σοφ.) 2. αποδίδω φιλοφρονήσεις … Dictionary of Greek
καλοτύχισμα — το [καλοτυχίζω] 1. μακαρισμός, το να θεωρεί και να αποκαλεί κάποιος έναν άλλο ευτυχισμένο 2. έκφραση ευχής σε κάποιον για καλή τύχη 3. στον πληθ. τα καλοτυχίσματα τα συγχαρητήρια και οι ευχές που απευθύνονται σε κάποιον για ένα ευτυχές γεγονός … Dictionary of Greek
μακαρίζω — (AM μακαρίζω) [μάκαρ] θεωρώ ή ονομάζω κάποιον μακάριο ή ευλογημένο, ευδαιμονίζω, καλοτυχίζω («ἐνταῡθα Ξέρξης ἑωυτὸν ἐμακάρισε», Ηρόδ.) νεοελλ. παροιμ. «μηδένα προ τού τέλους μακάριζε» μη σπεύδεις να μακαρίσεις κανέναν προτού δεις το τέλος του,… … Dictionary of Greek